μακροπρόθεσμος
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει μεγάλη προθεσμία λήξεως, που θα εξοφληθεί μετά από ένα ημερολογιακό έτος («μακροπρόθεσμο δάνειο»)
2. αυτός που θα πραγματοποιηθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα.
επίρρ...
μακροπρόθεσμα
1. με μεγάλη προθεσμία λήξεως
2. στο απώτερο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -πρόθεσμος (< θεσμός), πρβλ. εκπρόθεσμος, ληξιπρόθεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].