χρωμάτινος
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
η, ον, A coloured, ἀβόλλαι, λάκκος, Peripl.M.Rubr.6, cf. Sotion p.183W.
German (Pape)
[Seite 1383] gefärbt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρωμάτῐνος: -η, -ον, κεχρωματισμένος, Περιπλ. ἐν τῷ Müller’s Geogr. Gr. Min. 1. 261, 263.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Μ
χρωματισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῶμα, -ατος + κατάλ. -ινος (πρβλ. δερμάτινος, ὑδάτινος)].