ἰδιογονία

From LSJ
Revision as of 19:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐογονία Medium diacritics: ἰδιογονία Low diacritics: ιδιογονία Capitals: ΙΔΙΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: idiogonía Transliteration B: idiogonia Transliteration C: idiogonia Beta Code: i)diogoni/a

English (LSJ)

ἡ, A breeding only with one's own kind, opp. κοινογονία, Pl.Plt.265d.

German (Pape)

[Seite 1236] ἡ, Erzeugung aus eigenem Geschlecht, Ggstz κοινογονία, Plat. Polit. 265 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιογονία: ἡ, τὸ γεννᾶν μόνον ἐκ τοῦ ἰδίου γένους, ἀντίθετον τῷ κοινογονία, Πλάτ. Πολιτικ. 265D.

Greek Monolingual

ἰδιογονία, ἡ (Α)
το να γεννά κάποιος άτομα μόνο του δικού του γένους, χωρίς ανάμιξη άλλων γενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γονια (-γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεογονία, κοσμογονία].

Russian (Dvoretsky)

ἰδιογονία: (ῐδ) ἡ идиогония, произведение потомства от себе подобных, спаривание с особями своего же рода Plat.