ἰδιογονία
English (LSJ)
ἡ, breeding only with one's own kind, opp. κοινογονία, Pl.Plt. 265d.
German (Pape)
[Seite 1236] ἡ, Erzeugung aus eigenem Geschlecht, Gegensatz κοινογονία, Plat. Polit. 265 d.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιογονία: (ῐδ) ἡ идиогония, произведение потомства от себе подобных, спаривание с особями своего же рода Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιογονία: ἡ, τὸ γεννᾶν μόνον ἐκ τοῦ ἰδίου γένους, ἀντίθετον τῷ κοινογονία, Πλάτ. Πολιτικ. 265D.
Greek Monolingual
ἰδιογονία, ἡ (Α)
το να γεννά κάποιος άτομα μόνο του δικού του γένους, χωρίς ανάμιξη άλλων γενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γονια (-γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεογονία, κοσμογονία].