θυγατροποιός

From LSJ
Revision as of 07:30, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγατροποιός Medium diacritics: θυγατροποιός Low diacritics: θυγατροποιός Capitals: ΘΥΓΑΤΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thygatropoiós Transliteration B: thygatropoios Transliteration C: thygatropoios Beta Code: qugatropoio/s

English (LSJ)

όν, A begetting daughters, of Lot, Ph.1.382.

German (Pape)

[Seite 1221] Töchter erzeugend, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

θυγατροποιός: -όν, γεννῶν θυγατέρας. Φίλων 1. 382.

Greek Monolingual

θυγατροποιός, -όν (Α)
(για τον Λωτ) αυτός που γεννά θυγατέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. επιπλοποιός, ζωοποιός.