Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
ἡμιπόδιον, τὸ (Α)
(ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακροπόδιον, υποπόδιον.
ἡμιπόδιον, τὸ (Α)
το μισό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός)].