ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
ἰξοφάγος, -ον (Α)
ιξοβόρος, αυτός που τρώει τον ιξό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φάγος (< θ. φαγ- του ἔ-φαγ-ον που χρησιμεύει ως αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτοφάγος.