κοσμοποιός

From LSJ
Revision as of 07:45, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοποιός Medium diacritics: κοσμοποιός Low diacritics: κοσμοποιός Capitals: ΚΟΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kosmopoiós Transliteration B: kosmopoios Transliteration C: kosmopoios Beta Code: kosmopoio/s

English (LSJ)

όν, A creating the world, Placit.1.25.3, Dam.Pr.309, al.; θεός Theol.Ar.43: Subst. -ποιός, , creator, Ph.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὸν κόσμον, Παρμενίδ. παρὰ Πλουτ. 2. 884Ε.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui crée le monde.
Étymologie: κόσμος, ποιέω.

Greek Monolingual

κοσμοποιός, -oν (ΑM)
αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κοσμοποιός
ο πλάστης του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωοποιός, θεοποιός.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοποιός: творящий вселенную, созидающий мир (ἀνάγκη Plut.).