κεφαλόπους
From LSJ
English (LSJ)
ποδος, ὁ, in pl., lamb's or goat's A trotters, Cass.Fel.40 (s.v.l.).
Greek Monolingual
κεφαλόπους, -οδός, ὁ (Α)
στον πληθ. οι κεφαλόποδες
τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].