κυματοφθόρος

From LSJ
Revision as of 07:46, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοφθόρος Medium diacritics: κυματοφθόρος Low diacritics: κυματοφθόρος Capitals: ΚΥΜΑΤΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: kymatophthóros Transliteration B: kymatophthoros Transliteration C: kymatofthoros Beta Code: kumatofqo/ros

English (LSJ)

ον, A plundering by sea, ἁλιαίετος E.Fr.636 (κυματότροφος fed from the sea, Ruhnk.).

German (Pape)

[Seite 1530] auf den Wellen, dem Meere vernichtend, Eur. frg. Polyid. 1, l. d., s. Valck. diatr. p. 202.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοφθόρος: -ον, ἐν τῇ θαλάσσῃ φέρων καταστροφήν, φθοράν, ἁλιαίετος Εὐρ. Ἀποσπ. 637· ἔνθα ὁ Ruhnk, εἰκάζει κυματότροφος, τρεφόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης.

Greek Monolingual

κυματοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που αφανίζει κάποιον ή κάτι στη θάλασσα, που φέρνει καταστροφή, φθορά στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -φθόρος (< φθορά), πρβλ. σωματοφθόρος, ψυχοφθόρος.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτοφθόρος: опустошающий море, т. е. охотящийся на море (ἁλιαίετος Eur.).