Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μητροφόνος

From LSJ
Revision as of 09:35, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροφόνος Medium diacritics: μητροφόνος Low diacritics: μητροφόνος Capitals: ΜΗΤΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: mētrophónos Transliteration B: mētrophonos Transliteration C: mitrofonos Beta Code: mhtrofo/nos

English (LSJ)

ον, A murdering one's mother, ἀντίποιν' ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας (Casaub. for μητροφόνας) A.Eu.268 (lyr.). 2 as Subst., matricide, ib.257 (lyr.). II slayer of a mother, Nonn.D.43.147, al.

German (Pape)

[Seite 180] die Mutter mordend; δύα, Aesch. Eum. 258; subst., der Muttermörder, 246.

Greek (Liddell-Scott)

μητροφόνος: -ον, μητροκτόνος, ἀντίποιν’ ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας (οὕτω ὁ Casaub ἀντὶ μητροφόνας), Αἰσχύλ. Εὐμ. 268. 2) ὡς οὐσ., μητραλοίας, φονεὺς τῆς ἰδίας μητρός, αὐτόθι 257.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
meurtrier de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

-ο (Α μητροφόνος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) μητροκτόνος
αρχ.
αυτός που φονεύει τη μητέρα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -φόνος (< φόνος < θείνω), ανδροφόνος.

Greek Monotonic

μητροφόνος: -ον (*φένω),·
1. αυτός που σκοτώνει τη μητέρα του, μητροκτόνος, σε Αισχύλ.
2. ως ουσ., μητροκτονία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μητροφόνος:
I дор. μᾱτροφόνος 2 убивающий мать (δύαι Aesch.).
II дор. ματροφόνος ὁ матереубийца Aesch., Plut.

Middle Liddell

μητρο-φόνος, ον [*φένω
1. murdering one's mother, matricidal, Aesch.
2. as Subst. a matricide, Aesch.