Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
ο
1. αυτός που περιπλανάται τη νύχτα, νυχτοπόρος
2. ως κύριο όν. Νυχτοκόπος
ο πλανήτης Δίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λαμνοκόπος.