τετραβόλος

From LSJ
Revision as of 13:25, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβόλος Medium diacritics: τετραβόλος Low diacritics: τετραβόλος Capitals: ΤΕΤΡΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: tetrabólos Transliteration B: tetrabolos Transliteration C: tetravolos Beta Code: tetrabo/los

English (LSJ)

ἡ, A female animal which has given birth to offspring four times, ὄνοι θήλειαι τ. PSI1.79.10 (iii A.D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτοβόλος.
ὁ, Μ
είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυροβόλος.