φαραωκτόνος
From LSJ
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
Greek Monolingual
ὁ, Μ
(κυρίως ως προσωνυμία του Μωϋσέως) αυτός που κατάργησε την εξουσία τών φαραώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαραώ + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.