λιθουλκός

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθουλκός Medium diacritics: λιθουλκός Low diacritics: λιθουλκός Capitals: ΛΙΘΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: lithoulkós Transliteration B: lithoulkos Transliteration C: lithoulkos Beta Code: liqoulko/s

English (LSJ)

όν, (ἕλκω) A quarrying stones, Poll.7.118. II as substantive λ., ὁ, instrument for extracting the stone, Heliod. ap. Orib.45.6.2, Aët.16.111 (101), Paul.Aeg.6.60.

German (Pape)

[Seite 46] Steine heraus-, in die Höhe ziehend, Poll. 7, 118.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, Πολυδ. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λιθουλκός, ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.

Greek Monolingual

-ό (AM λιθουλκός, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη
αρχ.
αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, ξιφουλκός].