ἠχώδης

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχώδης Medium diacritics: ἠχώδης Low diacritics: ηχώδης Capitals: ΗΧΩΔΗΣ
Transliteration A: ēchṓdēs Transliteration B: ēchōdēs Transliteration C: ichodis Beta Code: h)xw/dhs

English (LSJ)

ες, A sonorous, of the hexameter, Demetr.Eloc.42. 2 neut. pl. as substantive, ringing in the ears, Hp.Coac.163. 3 full of sounds, τῆς ἡμέρας -εστέρα ἡ νύξ Plu.2.720c; τὸ τῆς νυκτὸς ἠ. Id.Arat.22.

German (Pape)

[Seite 1180] ες, schallend, tönend, hallend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχώδης: -ες, (εἶδος) ἠχῶν, ἠχηρός, ἐπὶ τοῦ ἑξαμέτρου, Δημ. Φαλ. 42. 2) προξενῶν βόμβον εἰς τὰ ὦτα, Ἱππ. 145C.

Greek Monolingual

ἠχώδης, -ες (Α)
1. (για το εξάμετρο) ηχηρός
2. αυτός που προξενεί ήχο, βόμβο στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο
3. αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη αντίληψη του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ωδης (πρβλ. δυσώδης, ευώδης)].

Russian (Dvoretsky)

ἠχώδης: звучный, дающий отголосок: τὸ τῆς νυκτὸς ἠχῶδες Plut. гулкая тишина ночи.