μεσόγεως
From LSJ
English (LSJ)
Attic for μεσόγαιος.
German (Pape)
[Seite 138] ων, att. = μεσόγειος; ἐν τῷ τῶν μεσόγεων δεσμωτηρίῳ, Plat. Legg. X, 909 a, vulg. μεσογείων; poet. μεσσόγεως, Callim. Dian. 37.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
att. c. μεσόγαιος.
Étymologie: μέσος, γῆ.
Greek Monolingual
μεσόγεως, -ων (Α)
(αττ. τ.) βλ. μεσόγειος.
Russian (Dvoretsky)
μεσόγεως: Plat. = μεσόγαιος I.
Middle Liddell
μεσόγεως, ων, attic for μεσόγαιος
I. μεσόγεως As adj., Plat.
II. as substantive, μεσογαία, the inland parts, interior, Lat. loca mediterranea, Hdt.; so, μεσογεία, ἡ, Thuc., Dem.