ἐξανεμίζω
From LSJ
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
English (LSJ)
strengthened for ἀνεμίζω, Sch.Il.20.440.
German (Pape)
[Seite 869] auslüften, Erkl. von ψύχω, Schol. Il. 20, 440.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανεμίζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀνεμίζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Υ. 440.
Spanish (DGE)
hacer que se levante el viento, levantar viento τῇ κινήσει τῆς χειρὸς ἠρέμα ἐξανεμίσασα la diosa Atenea, Sch.Er.Il.20.440a.
Greek Monolingual
και ξανεμίζω (Μ ἐξανεμίζω και ξανεμίζω)
1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του»)
2. (για μαλλιά) ανεμίζω
3. κινώ στον άνεμο
μσν.
(αμτβ.) πέρδομαι.