ἔναθλος

From LSJ
Revision as of 13:27, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔναθλος Medium diacritics: ἔναθλος Low diacritics: έναθλος Capitals: ΕΝΑΘΛΟΣ
Transliteration A: énathlos Transliteration B: enathlos Transliteration C: enathlos Beta Code: e)/naqlos

English (LSJ)

ον, A laborious, πόνοι Ph.1.646. II ἔναθλον, τό, contest, in plural, dub. in IG7.2532.

German (Pape)

[Seite 825] mühsam, πόνος Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἔναθλος: -ον, ὁ μετ’ ἄθλων, ἐπίπονος, πόνοι Φίλων 1. 646.

Spanish (DGE)

-ον
1 que requiere esfuerzo πόνοι Ph.1.646.
2 subst. τὰ ἔναθλα proezas μεγάλα τὰ ἔναθλα τῆς ἀνδραγαθίας σου Ephr.Syr.2.355D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔναθλος, -ον)
αυτός που γίνεται με αγώνα και άθληση, κουραστικός, επίπονος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔναθλον
ο αγώνας.