κορακίας
From LSJ
ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
English (LSJ)
ου, ὁ, A chough, Pyrrhocorax alpinus, Arist.HA 617b16, Hsch. 2 as adjective, raven-black, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κορᾰκίας: -ου, ὁ, εἶδος κολοιοῦ, ἴδε ἐν λέξ. κολοιός. 2) ὡς ἐπίθετ., μέλας ὡς κόραξ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κορακίας, ὁ (Α)
είδος καλοιακούδας («κολοιῶν δ' ἐστὶν εἴδη τρία, ἓν μὲν ὁ κορακίας», Αριστοτ.)
αρχ.
ως επίθ. (κατά τον Ησύχ.) μαύρος σαν κόρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ίας (πρβλ. στρουθίας, φοινικίας)].
Russian (Dvoretsky)
κορᾰκίᾱς: ου adj. m похожий на ворона: κ. κολοιός Arst. предполож. галка-клушица.