Προκρούστης
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Wikipedia EN
In Greek mythology, Procrustes (/proʊˈkrʌstiːz/; Greek: Προκρούστης Prokroustes, "the stretcher [who hammers out the metal]"), also known as Prokoptas or Damastes (Δαμαστής, "subduer"), was a rogue smith and bandit from Attica who attacked people by stretching them or cutting off their legs, so as to force them to fit the size of an iron bed.
The word "Procrustean" is thus used to describe situations where an arbitrary standard is used to measure success, while completely disregarding obvious harm that results from the effort.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μυθ. παρωνύμιο ληστή του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Δαμαστής ή Πολυπήμων και ο οποίος, εγκατεστημένος στην οδό που ένωνε τα Μέγαρα με την Αθήνα, ξάπλωνε τους οδοιπόρους σε ένα κρεβάτι, με την πρόφαση ότι ήθελε να τους φιλοξενήσει και, αν ήταν κοντύτεροι από το μήκος του κρεβατιού, τους τέντωνε έτσι ώστε να το καλύψουν, ενώ αν ήταν ψηλότεροι τους έκοβε τα πόδια ώς εκεί που περίσσευαν
νεοελλ.
(ως προσηγ. όν.) προκρούστης
είδος κολεόπτερου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < προ- + κρούστης (< κρούω)].
Russian (Dvoretsky)
Προκρούστης: ου ὁ Прокруст, «Растягивающий» (прозвище разбойника Полипемона) Xen., Arph.
Translations
ar: بروكرست; be: Пракруст; bg: Прокруст; br: Prokoustes; ca: Damastes; co: Procusti; cs: Prokrústés; de: Prokrustes; el: Προκρούστης; en: Procrustes; eo: Prokrusto; es: Procusto; et: Prokrustes; eu: Prokusto; fa: پروکروستس; fi: Prokrustes; fr: Procuste; he: פרוקרוסטס; hu: Prokrusztész; hy: Պրոկրուստյան մահիճ; it: Procuste; ja: プロクルーステース; ko: 프로크루스테스; lt: Prokrustas; lv: Prokrusts; mk: Прокруст; ml: പ്രൊക്രൂസ്റ്റസ്; nl: Procrustes; no: Prokrustes; pl: Prokrust; pt: Procusto; ro: Procust; ru: Прокруст; sk: Prokroustes; sr: Прокруст; sv: Prokrustes; tr: Procrustes; uk: Прокруст; zh: 普洛克路斯忒斯