γοφάρι

From LSJ
Revision as of 17:34, 5 October 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

Greek Monolingual

γοφάρι και γουφάρι και γκιφάρι, το (Μ γομφάριον και γουφάριον)
ονομασία του ψαριού αμία ή τεμνόδους ο πηδητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. του αρχ. γόμφος.