δορίκρανος

From LSJ
Revision as of 07:28, 7 October 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "spear-head" to "spearhead")

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκρᾱνος Medium diacritics: δορίκρανος Low diacritics: δορίκρανος Capitals: ΔΟΡΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: doríkranos Transliteration B: dorikranos Transliteration C: dorikranos Beta Code: dori/kranos

English (LSJ)

ον, A spearheaded, λόγχη A.Pers. 148 (lyr., δορυκρ- cod. Med.).

Greek (Liddell-Scott)

δορίκρᾱνος: -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de lance.
Étymologie: δόρυ, κράνος.

Greek Monolingual

δορίκρανος, -ον (Α)
«δορικράνου λόγχης ἰσχύς» — η δύναμη της αιχμηρής λόγχης.

Greek Monotonic

δορίκρᾱνος: -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δορίκρᾱνος: v. l. = δορύκρανος.

Middle Liddell

δορί-κρᾱνος, ον adj κάρα
spear-headed, Aesch.