ἐποικία

From LSJ
Revision as of 11:05, 4 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποικία Medium diacritics: ἐποικία Low diacritics: εποικία Capitals: ΕΠΟΙΚΙΑ
Transliteration A: epoikía Transliteration B: epoikia Transliteration C: epoikia Beta Code: e)poiki/a

English (LSJ)

ἡ, A = colony (ἀποικία), IG9(1).334.1 (in Locr. form ἐπιϝοικία); but f.l. for ἀποικία, App.BC2.135. II = house in the country, farmhouse (ἐποίκιον) 1, Gp.10.1.1(pl., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1006] ἡ, Ansiedelung, Kolonie, Sp., wie App. B. C. 2, 135 l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικία: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀποικία, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 135.

English (Slater)

ἐποικία v.
   1 ἀποικία (O. 1.24)

Greek Monolingual

η (AM ἐποικία) έποικος
εγκατάσταση νέων αποίκων σε περιοχή που έχει ήδη εγκατασταθεί αποικία
μσν.
αγροτική κατοικία, βίλα.