περίκοσμος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ον, = περικόσμιος (mundane, embracing the κόσμος), Dam. Pr. 98 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
περίκοσμος: -ον, ἐπίθ. ἀντὶ περικόσμιος, Δαμασκ. περὶ Ἀρχῶν σ. 308.
Greek Monolingual
-ον, Μ
περικόσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόσμος (πρβλ. υπέρ-κοσμος)].