προσώπιον
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
τό,= προσωπεῖον, IG7.303.68 (Oropus, iii B.C.). II = ἄρκιον, Dsc. 4.106: also fem. προσωπίς, ίδος, ibid.; προσωπιάς, Id.Eup.2.119 (s.v.l.); προσωπῖτις, Gp.5.48.4.
Greek (Liddell-Scott)
προσώπιον: τό, = προσωπεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 16, 27. ΙΙ. ὡς ὄνομα φυτοῦ τινος, τὸ τοῦ Πλινίου persolata ἢ personata, κατὰ τὸν Sprengel Arctium Lappa Διοσκ. 4. 107. ὡσαύτως, προσωπίς, ίδος, αὐτόθι· καὶ προσωπῖτις, Γεωπ. 5. 48, 4· - ὁ τελευταῖος οὗτος τύπος ἦτο καὶ τὸ ὄνομα νήσου τινὸς ἐν Αἰγύπτῳ, Ἡρόδ. 2. 41. 168.