ἔπειξις
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
εως, ἡ, A haste, hurry, J.AJ18.6.5, Plu.Rom.29, Ruf. ap. Orib.8.24.23, Aristid. Or.48(24).61, Luc.DMeretr.10.3, etc. 2 emergency, Antyll. ap. Orib.10.23.30. II urging, pressing, Gloss.: pl., App.BC1.19 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 911] ἡ, die Beschleunigung, die Eile; Luc. D. meretr. 10; Plut. Rom. 29 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπειξις: -εως, ἡ, τὸ ἐπείγεσθαι, σπουδή, διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦντες πολλάκις Πλούτ. Ρωμ. 29· γράμματα οὐ πάνυ σαφῆ... δηλοῦντα ἔπειξιν τοῦ γεγραφότος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
hâte, empressement.
Étymologie: ἐπείγω.
Greek Monolingual
ἔπειξις, η (Α) επείγω
1. βία, σπουδή («διὰ τὴν ἔπειξιν ἀλλήλους... ἀνακαλοῦν
τες πολλάκις», Πλούτ.)
2. πίεση.
Greek Monotonic
ἔπειξις: -εως, ἡ (ἐπείγω), σπουδή, βία, βιασύνη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔπειξις: εως ἡ ἐπείγω торопливость Plut., Luc.