μονομαχεῖον
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
A v. μονομάχιον.
German (Pape)
[Seite 203] τό, = μονομάχιον, v.l. bei Ath. V, 191 a.
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχεῖον: ἴδε ἐν λέξ. μονομάχιον.
Greek Monolingual
μονομαχεῑον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) μονομάχος
μσν.
σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία
αρχ.
μονομαχία («ἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).
Russian (Dvoretsky)
μονομᾰχεῖον: τό Luc. v.l. = μονομάχιον.