χαλκωρυχεῖον
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
τό, A copper-mine, Thphr.Lap.25, Str.17.2.2, Plu. 2.659c, better written χαλκωρῠχ-ρύχιον, as in PPetr.3p.320 (iii B. C.), Str. l. c. (v.l.), Plu. l. c. (codd.).
German (Pape)
[Seite 1332] τό, Kupfergrube, Kupferbergwerk, Strab. XVII.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκωρῠχεῖον: τό, μεταλλεῖον χαλκοῦ, Θεοφρ. π. Λιθ. 25 κἑξ., Στράβ. 821, Πλούτ. 2. 659C· συχνάκις φέρεται πλημμελῶς χαλκωρύχιον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mine de cuivre.
Étymologie: χαλκός, ὀρύσσω.
Russian (Dvoretsky)
χαλκωρυχεῖον: τό = χαλκωρύχιον.