ὑπέργηρος

From LSJ
Revision as of 12:30, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέργηρος Medium diacritics: ὑπέργηρος Low diacritics: υπέργηρος Capitals: ΥΠΕΡΓΗΡΟΣ
Transliteration A: hypérgēros Transliteration B: hypergēros Transliteration C: ypergiros Beta Code: u(pe/rghros

English (LSJ)

ον, = ὑπεργήρως.

German (Pape)

[Seite 1193] = Folgdm, Luc. Demon. 63, v.l.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέργηρως, -ων, ΝΜΑ
ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων
τα βαθιά γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + -γηρος (< γῆρας), πρβλ. -γήρως / -γηρος, προ-γήρως.