στυππέϊνος

From LSJ
Revision as of 15:45, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q. v." to "q.v.")

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυππέϊνος Medium diacritics: στυππέϊνος Low diacritics: στυππέϊνος Capitals: ΣΤΥΠΠΕΪΝΟΣ
Transliteration A: styppéïnos Transliteration B: styppeinos Transliteration C: styppeinos Beta Code: stuppe/i+nos

English (LSJ)

η, ον, A of tow, PRev.Laws 103.2 (iii B.C.), condemned by Phryn.233; also στυππύϊνος, PMich.Zen.120.3 (iii B.C.); and στιππόϊνος, στιππύϊνος, στιπύϊνος (qq.v.); στύππινος, IG22.1414.26, 1527.34, PCair.Zen.755.6 (iii B.C.), Ph.Bel.102.15, D.S.1.35, cf. ΙΙ. II metaph., like tow, feeble, γέρων στύππινος Com.Adesp.855.

Greek (Liddell-Scott)

στυππέϊνος: -η, -ον, ὁ ἐκ στυππείου, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 27)· ὁ Βατικαν. κῶδ. στυππύϊνος· - ὁ ὀρθότερος τύπος στύππινος εὕρηται παρὰ τῷ Κωμ. Ἀνων. 261, Διόδ. 1. 35, Α. Β. 33. ΙΙ. μεταφορ., ὅμοιον πρὸς στυππεῖον, ἀσθενής, ἀδύνατος, Παροιμιογράφ.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
βλ. στύπινος.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
βλ. στύπινος.