ὑπέδεκτο
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
Ep. 3sg. aor. 2 of ὑποδέχομαι (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέδεκτο: Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ἀόρ. β΄ τοῦ ὑποδέχομαι, Ὁμ. Ἰλ. Ι. 476, Ὀδ. Β. 387, κλπ.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Pass. de ὑποδέχομαι.
English (Autenrieth)
see ὑποδέχομαι.
Greek Monotonic
ὑπέδεκτο: Επικ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ του ὑποδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέδεκτο: эп. 3 л. aor. med. к ὑποδέχομαι.