κατάγχω

From LSJ
Revision as of 18:10, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγχω Medium diacritics: κατάγχω Low diacritics: κατάγχω Capitals: ΚΑΤΑΓΧΩ
Transliteration A: katánchō Transliteration B: katanchō Transliteration C: katagcho Beta Code: kata/gxw

English (LSJ)

A strangle, Thd.Jd.11.35. II κατάγξας f.l. for κατάξας in Plu.2.526b.

German (Pape)

[Seite 1344] erwürgen, stranguliren, Sp. auch übertr., wie Hesych. erkl. κωλύειν, κατέχειν.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγχω: ἄγχω, πνίγω, στραγγαλίζω, Βασίλ. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κατάγχει· πνίγει. κωλύει. κατέχει: ἀνακρούει» ΙΙ. μεταφ., ἐκβιάζω, τινὰ Πλούτ. 2. 526Β.

French (Bailly abrégé)

étrangler.
Étymologie: κατά, ἄγχω.

Greek Monolingual

κατάγχω (AM)
1. πνίγω, στραγγαλίζω
2. εκβιάζω με πολύ πιεστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄγχω «πιέζω, στραγγαλίζω»].

Russian (Dvoretsky)

κατάγχω: сжимать, душить (τινά Plut.).