ὑπνώδης
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
ες, A drowsy, E.HF1049 (lyr.), Arist.Phgn.808a28, cf. Pr.909b37 (Comp.); ἕξις Pl.R.404a. 2 asleep, ὑ. εἶδεν ὄναρ Epigr.Gr.774.1 (Priene, iv/iii B.C.). 3 inducing sleep, Thphr. HP9.11.5.
German (Pape)
[Seite 1207] ες, von schläfriger Art, schläfrig; Eur, Herc. F. 1050; ἕξις Plat. Rep. III, 404 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνώδης: -ες, (εἶδος) ὑπνηλός, νυσταλέος, «κοιμισμένος», Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1049, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 12· ἕξις Πλάτ. Πολ. 404Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
somnolent, endormi, engourdi.
Étymologie: ὕπνος, -ωδης.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ὑπνώδης: -ες (εἶδος), υπνηλός, κοιμισμένος, νυσταλέος, νυσταγμένος, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπνώδης: сонливый, сонный (ἕξις Plat.; χάσμαι Plut.): εὖ ἰαύων ὑ. τε Eur. крепко разморенный сном.
Middle Liddell
ὑπν-ώδης, ες εἶδος
sleepy, drowsy, Eur., Plat.