ὑδρολόγιον
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
τό, water clock, Cleom.2.1, Ptol.Tetr. 108, PLond.3.1177.245 (ii A. D.), Ach.Tat.Intr.Arat.25.6, Procl.Hyp.4.79.
German (Pape)
[Seite 1174] τό, Wasseruhr, nach ὡρολόγιον gebildet, Cleomed. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρολόγιον: τό, χρονόμετρον δι’ ὕδατος· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ὡρολόγιον, Κλεομήδ. 2. 1, Πτολεμ.· ὡσαύτως ὑδρολογεῖον, Ἀχιλλ. Τατ. Εἰσαγ. 973D.
Greek Monolingual
ὑδρολόγιον, τὸ, ΜΑ, και ὑδρολογεῑον Μ
χρονόμετρο με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο)- + -λόγιον].