εξαγγελία

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξαγγελία)
νεοελλ.
αναγγελία, γνωστοποίηση, είδηση, δήλωση
μσν.
1. διατύπωση («ἀνεῖπον... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ ἐξαγγελίας χρησμῶν», θωμ. Μάγιστρ.)
2. εξομολόγηση
αρχ.
1. (για κατασκόπους) μετάδοση μυστικών αγγελιών στον εχθρό, κατάδοση («τοὺς μὲν ἄν συλλαμβάνοντες αὐτῶν κωλύοιεν τῶν ἐξαγγελιῶν», Ξεν.)
2. (για ύφος) απαγγελία, έκφραση.