ἐκπνευματῶ
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
ἐκπνευματῶ (ἐκπνευματόω) (Α)
1. μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω
2. μεταβάλλω τον αέρα σε άνεμο
3. αφαιρώ τον αέρα από ασκό, ξεφουσκώνω
4. αφήνω κάτι να βγει σαν αέρας («δεῖ τῶν νέων ἐκπνευματοῦν τὸ οἴημα», Πλούτ.)
5. (παθ. ή μέσ.) φυσώ σαν άνεμος
6. (μέσ. και παθ.) εξογκώνομαι, φουσκώνω με φύσημα.