ἀτρεμαῖος

From LSJ
Revision as of 09:26, 29 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμαῖος Medium diacritics: ἀτρεμαῖος Low diacritics: ατρεμαίος Capitals: ΑΤΡΕΜΑΙΟΣ
Transliteration A: atremaîos Transliteration B: atremaios Transliteration C: atremaios Beta Code: a)tremai=os

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Or.147 (lyr.)), = ἀτρεμής, βοά a whisper, l.c.: neut. pl.as Adv. ἀτρεμαῖα = in a whisper, in a low voice, Id.HF1053 (lyr.); regul. Adv. ἀτρεμαίως = tranquilly, Call.Iamb. 1.241; οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.Morb.Sacr.15, cf. J.AJ15.7.5.

German (Pape)

[Seite 388] α, ον, ruhig, leise, βοά Eur. Or. 147; Phoen. 182; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀτρεμής· ἀτρ. βοά, ψιθυρισμός, Εὐρ. Ὀρ. 147· οὐκ ἀτρεμαῖοι Ἱππ. 309. 9· ― ἀτρεμαιότης, ητος, ἡ, ὁ αὐτ. 28. 33.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui ne tremble pas, immobile, calme.
Étymologie: ἀ, τρέμω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον E.Or.147]
I 1inmóvil, tranquilo οἱ μὲν ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι ... οἱ δὲ ὑπὸ χολὴν ... οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.Morb.Sacr.15.2, ἀτρεμαίῳ καταστήματι ... πρὸς τὸν θάνατον ἀπῄει I.AI 15.236
fig. poco estimulante, falto de interés τὸ γὰρ ... ἐξανιστὰν ἡμᾶς ἐπὶ πράξεις καὶ λόγους οὐ μικρὸν οὐδ' ἀτρεμαῖόν ἐστιν Plu.2.722f.
2 ligero, suave ὡς ἀτρεμαῖα κέντρα καὶ σώφρονα πώλοις μεταφέρων ἰθύνει E.Ph.177, ἀτρεμαῖον ... φέρω βοάν E.l.c.
neutr. plu. adv. en voz baja οὐκ ἀτρεμαῖα θρῆνον αἰάζετ', ὦ γέροντες; E.HF 1054.
II adv. ἀτρεμαίως = suavemente τὴν δ' ἀπήλλαξε μάλ' ἀ. ἡ τεκοῦσα τὸ χρῖμα Call.Fr.194.45.

Greek Monolingual

ἀτρεμαῖος, -α, -ον (Α) ατρεμής
1. ατρεμής
2. (για φωνή) ψιθυριστός.

Greek Monotonic

ἀτρεμαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἀτρεμής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρεμαῖος: Eur., Plut. = ἀτρεμής.