δίφριος
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
α, ον, A of a chariot: neuter plural as adverb, δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, AP7.152.
German (Pape)
[Seite 645] zum Wagen gehörig; nur δίφρια συρόμενος Ep. ad. 389 (VII, 152), vom Wagen geschleppt.
Greek (Liddell-Scott)
δίφριος: -α, -ον, εἰς δίφρον ἀνήκων· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. δίφρια
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de char.
Étymologie: δίφρος.
Spanish (DGE)
-α, -ον
de un carro neutr. plu. adv. δίφρια συρόμενος arrastrado por las ruedas de un carro, AP 7.152.
Greek Monotonic
δίφριος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στο άρμα· ουδ. πληθ. ως επίρρ., δίφρια συρόμενος, αυτός που σύρεται πίσω από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δίφριος: колесничный: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.
Middle Liddell
δίφριος, η, ον adj
of a chariot: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, Anth.