ίζημα

From LSJ
Revision as of 19:48, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πλακουντοποιικόν σύγγραμμα → A Treatise on the Art of Making Cheesecake

Source

Greek Monolingual

-ήματος, το (Α ἵζημα) ίζω
νεοελλ.
1. κατακάθι, υποστάθμη
2. χημ. το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα διάλυμα υπό την επίδραση κάποιου αντιδραστηρίου
3. γεωλ. πέτρωμα που σχηματίστηκε από την καθίζηση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται μέσα στο νερό
αρχ.
1. καθίζηση, βύθιση, υποχώρηση προς τα κάτω
2. (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) βάθος («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα», Λογγίν.).