επικαταλαμβάνω
Greek Monolingual
ἐπικαταλαμβάνω (AM)
ακολουθώντας κάτι το καταλαμβάνω, το προφθάνω
αρχ.
1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῦσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.)
2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω
3. γραμμ. παθ. επικαταλαμβάνομαι (για σημεία) είμαι καταληπτός
4. ανακαλύπτω
5. συνεχίζω να υπάρχω
6. έρχομαι, φθάνω, επέρχομαι
7. (για καρπό) σχηματίζομαι πριν ωριμάσει ο καρπός του περασμένου έτους.