ἐπειδάν
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
i.e. ἐπειδὴ ἄν (v.
A ἐπεί A.11, ἄν B. 1.2), whenever, with Subj., of time, once in Hom., Il.13.285, freq. in Att.
2 for ἐπειδάν c. opt. v. ἐπεί A. 111.5. [-ᾱν is prob.; ἐπεὶ δ' ἄν is to be read in A. Th.734, E.Rh.469.]
German (Pape)
[Seite 910] (d. i. ἐπειδὴ ἄν), nachdem, wann, etwas noch Unentschiedenes, aber für das folgende Hauptverbum als wirklich Angenommenes ausdrückend, auch wohl die Allgemeinheit od. eine wiederholte Handlung in der Gegenwart ausdrückend: jedesmal dann, wann; Hom. ταρβεῖ, ἐπειδὰν πρῶτον ἐςίζηται λόχον ἀνδρῶν, sobald als, Il. 13, 285; gew. bei folgendem fut. mit dem conj. aor. als fut. exact. zu fassen, ἐπειδὰν διαπράξωμαι ἥξω, wann, sobald ich es ausgerichtet haben werde, Xen. An. 2, 3, 29; ἐπειδὰν αὐτοὶ κτάνωσιν – τίς ἂν πόροι Aesch. Spt. 716; ἐπειδὰν σὺ βούλῃ διαλέγεσθαι, τότε σοι διαλεξόμεθα Plat. Prot. 335 b; ἐπειδὰν θᾶττον συνιῇ τις τὰ λεγόμενα, sobald als er versteht, 325 c; ἐπειδὰν μὲν – ὅταν δέ 319 b. – Auch in indirecter Rede, εἶπε δέ, ὅτι, ἐπειδὰν τάχιστα ἡ στρατεία λήξῃ, εὐθὺς ἀποπέμψει αὐτόν Xen. An. 3, 1, 9; in welchem Falle Dem. 30, 6 der opt. steht, δίκην με λήψεσθαι, ἐπειδὰν τάχιστα ἀνἡρ εἶναι δοκιμασθείην, für ἐπειδή, bei Xen. Cyr. 1, 3, 18, ὅπως οὖν μὴ ἀπολῇ μαστιγούμενος, ἐπειδὰν οἴκοι εἴης, ist wohl der conj. mit Schneider vorzuziehen. Incorrect von der wiederholten Handlung in der Vergangenheit, ἐπειδὰν ἴδοιμι τὴν γραῦν – ἄρτον ἤσθιον Luc. Amor. 21; doch haben auch sonst Sp. den opt. für den conj.
French (Bailly abrégé)
conj.
après que, lorsque, avec le sbj. ; qqf renforcé par un adv. : ἐπειδὰν τάχιστα, ἐπειδὰν πρῶτον aussitôt que, dès que.
Étymologie: ἐπειδή, ἄν.
English (Autenrieth)
when, Il. 13.285†.
Greek Monolingual
ἐπειδάν (Α)
(σύνδ.)
1. (για χρόνο) όταν, αφού («ταρβεῖ, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόγον ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.
«ἐπειδὰν σὺ βούλῃ διαλέγεσθαι», Πλάτ.)
2. (με ευκτ. αναφορικά με μέλλοντα χρόνο) αφού («δίκην με λήψεσθαι παρ' αὐτῶν, ἐπειδὰν [[[αντί]] επειδή] τάχιστ' ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
ἐπειδάν: δηλ. ἐπειδὴ ἄν = ἐπεάν, ἐπήν, οποτεδήποτε, κάθε φορά όπου.
Russian (Dvoretsky)
ἐπειδάν:
1 conj. с conjct. aor. в знач. будущего после того как, когда: ἐ. διαπράξωμαι ἃ δέομαι Xen. когда я закончу то, что должен (сделать);
2 conj. с praes. или aor. conjct., с оттенком повторности всякий раз как, как только: ἐ. σὺ βούλῃ διαλέγεσθαι Plat. как только ты пожелаешь говорить (со мной).
Middle Liddell
i. e. ἐπειδὴ ἄν, = ἐπεάν, ἐπήν whenever.