εικόνα
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Greek Monolingual
η (AM εἰκών, Μ και εἰκόνα)
1. ομοίωμα, αναπαράσταση αντικειμένου από ζωγράφο ή γλύπτη («εἰκὼν γεγραμμένη», Πλουτ. Ηθ.)
2. αναπαράσταση μορφών, αντικειμένων ή γεγονότων στον νου («έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα του ατυχήματος»)
3. παραστατική περιγραφή με λόγο («πιστή εικόνα της πραγματικότητας»)
4. σύγκριση, παρομοίωση («μιλά με εικόνες»)
5. καθετί αισθητό που εκφράζει μια ιδέα («τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἔστιv εἰκὼν τοῦ Θεοῦ», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
αναπαράσταση άγιων προσώπων, εικόνισμα
νεοελλ.
φωτογραφία
αρχ.
1. είδωλο σε κάτοπτρο
2. φάντασμα
3. (η αιτ. ως επίρρ.) εἰκόνα
όπως, με τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -ων < έοικα, από ΙΕ ρ. weik- «αληθεύω, ομοιάζω» (πρβλ. είκελος). Η λ. εικών είναι ιων.-αττ. τύπος
στην Κυπριακή απαντά τ. αιτιατικής Fεικόνα με F- που δικαιολογεί την αναγωγή σε ρ. Fεικ-, στη δε ιωνική ποίηση απαντά τ. αιτιατικής εν. εικώ και πληθ. εικούς.
ΠΑΡ. εικονίδιον, εικονίζω, εικόνιον.
ΣΥΝΘ. εικονοστάσιον
αρχ.
εικονολογώ, εικονόμορφος, εικονοφόρος
αρχ.-μσν.
εικονοποιός
μσν.
εικονογλύφος, εικονοθραύστης, εικονοκαύστης, εικονοκλάστης, εικονομανία, εικονοπερίγραπτος, εικονοτύπος, εικονούργημα, εικονουργία
μσν.- νεοελλ.
εικονόδουλος, εικονοειδής, εικονολάτρης, εικονολατρία, εικονομάχος
νεοελλ.
εικονογόνον, εικονογράφος, εικονολήπτης, εικονολογία, εικονόμετρο, εικονόφιλος].