ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: κακόρρους | Medium diacritics: κακόρρους | Low diacritics: κακόρρους | Capitals: ΚΑΚΟΡΡΟΥΣ |
Transliteration A: kakórrous | Transliteration B: kakorrous | Transliteration C: kakorrous | Beta Code: kako/rrous |
-ουν, contr. for κακόρροος.
κακόρρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για ασθένεια) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρους (< ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. βαθύρρους, πολύρρους].