επιρρίπτω
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monolingual
(AM ἐπιρρίπτω) ρίπτω
1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ.
β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῦ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.)
2. αποδίδω κάτι σε κάποιον, τον θεωρώ υπεύθυνο («ψευδεῖς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», Διόδ. Σικ.)
μσν.
1. «ἐπιρρίπτω ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, παίρνω κάποιον ως σύζυγο
2. «ἐπιρρίπτω τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου
αρχ.
1. επιβάλλω, αναγκάζω («μηδὲ ὄρνιθας μηδὲ οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)
2. εκφράζω τη γνώμη μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», Αριστοτ.).