νόηση

From LSJ
Revision as of 20:15, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ νόησις, Α συνηρ. τ. νῶσις) νοώ
1. η ενέργεια του νοείν, η σύλληψη διά του νου, το σκέπτεσθαι, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι
2. η ικανότητα και η διαδικασία της δημιουργίας εννοιών και κρίσεων και η συσχέτισή τους διά της λογικής λειτουργίας και με βάση ορισμένες αρχές ή νόμους
3. διάνοια, νους («ἀγαθῶν ἀνδρῶν ὁμοφράδμων νόησις», Πλάτ.)
μσν.
σκέψη, ιδέα
μσν.-αρχ.
νόημα
αρχ.
1. έννοια («ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ νόησις», Επίκ.)
2. στον πληθ. αἱ νοήσεις
οι νοητικές λειτουργίες στο σύνολό τους.