ενοικώ

From LSJ
Revision as of 14:59, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

(AM ἐνοικῶ, -έω) ένοικος
1. κατοικώ, μένω σ' έναν τόπο (κατοικία, πόλη κ.λπ.)
2. παρίσταμαι κάπου
3. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («ὅσοι ἐνῳκήκασιν ἐν τοῖς φυσικοῖς» — όσοι έχουν ασχοληθεί με τα σχετιζόμενα με τη φύση, Αριστοτ.).