συντόνως
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
avec contention, avec effort.
Étymologie: σύντονος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
βλ. σύντονος.
Russian (Dvoretsky)
συντόνως:
1) напряженно, пристально (βλέπειν πρός τι Plat.);
2) упорно, усердно, неутомимо (ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῖναι Plat.);
3) в напряженном труде, строго (ζῆν Plat.).