φιλολοίδορος

From LSJ
Revision as of 08:07, 12 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλολοίδορος Medium diacritics: φιλολοίδορος Low diacritics: φιλολοίδορος Capitals: ΦΙΛΟΛΟΙΔΟΡΟΣ
Transliteration A: philoloídoros Transliteration B: philoloidoros Transliteration C: filoloidoros Beta Code: filoloi/doros

English (LSJ)

ον, fond of reviling, abusive, D.18.126, Arist.HA608b10, Pr.875a35, Phgn.808a32, Dionys.Av.1.28. Adv. φιλολοιδόρως Poll.3.139, etc.

German (Pape)

[Seite 1282] schmähsüchtig, gern schmähend; Dem. 18, 126; γλῶσσα Anacr. 40, 10; Plut. Symp. 1, 2,6; adv. φιλολοιδόρως, Poll.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à injurier, insulteur.
Étymologie: φίλος, λοιδορέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να λοιδορεί.
επίρρ...
φιλολοιδόρως Α
με υβριστικό τρόπο, με βρισιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + λοίδορος «υβριστικός, χλευαστικός»].

Greek Monotonic

φῐλολοίδορος: -ον, αυτός που αγαπά να διασύρει, υβριστικός, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φιλολοίδορος: ругательный, хулящий, злоречивый (γλῶσσα Anacr.; φύσις Dem.; γυνή Arst.).

Middle Liddell

φῐλο-λοίδορος, ον,
fond of reviling, abusive, Dem.