σπειροφόρος

From LSJ
Revision as of 08:32, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειροφόρος Medium diacritics: σπειροφόρος Low diacritics: σπειροφόρος Capitals: ΣΠΕΙΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: speirophóros Transliteration B: speirophoros Transliteration C: speiroforos Beta Code: speirofo/ros

English (LSJ)

ὁ, bearer of a σπεῖρον, i.e. garment of image of Artemis, Jahresh. 18 Beibl. 287 (Ephesus).

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir- (< σπείρα) + -fer (< λατ. fero «φέρω»)].
(II)
-ον, Α
αυτός που φορεί σπεῑρον, ένδυμα με παράσταση της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + -φόρος (< φέρω)].